-
1 πλευρά
η1) сторона, бок;πλευρά πλοίου — борт;
από τίς δυό πλευρές — по обе стороны, по обеим сторонам;
απ' την άλλη πλευρά — с другой стороны;
απ' όλες τίς πλευρές — со всех сторон;
2) сторона (в споре, переговорах и т. п.);αντίδικος πλευρά юр. — противная сторона;
3) склон (горы);4) точка зрения, аспект;απ' αυτήν την πλευρά — с этой точки зрения, в этом аспекте;
εξετάζω απ' όλες τίς πλευρές — рассматривать со всех сторон, всесторонне;
5) фланг, крыло;6) ребро;§ η άλλη πλευρά τού νομίσματος — оборотная сторона медали
См. также в других словарях:
διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς … Dictionary of Greek
διεξετάζω — (AM) [εξετάζω] εξετάζω με προσοχή όλες τις λεπτομέρειες … Dictionary of Greek
συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] … Dictionary of Greek
αμφιφράζομαι — ἀμφιφράζομαι (Α) εξετάζω κάτι από όλες τις πλευρές, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φράζομαι] … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek
διασκοπώ — διασκοπῶ ( έω) (Α) 1. εξετάζω προσεκτικά, παρατηρώ ή κοιτάζω κάτι από κάθε πλευρά του 2. στρέφω το βλέμμα μου προς όλες τις κατευθύνσεις … Dictionary of Greek
καθιστορώ — (Μ καθιστορῶ, έω) αφηγούμαι διεξοδικά, εξετάζω, διηγούμαι εκτεταμένα με όλες τις λεπτομέρειες μσν. απεικονίζω, ζωγραφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱστορῶ (< ἵστωρ)] … Dictionary of Greek
ξεσκονίζω — 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό 2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τόν καλοπιάνω με κολακείες 3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα τού ξεσκονίσει για καλά την πλάτη») 4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες… … Dictionary of Greek
ψιλολογώ — και ψιλολογάω ψιλολόγησα, εξετάζω κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, λεπτολογώ: Μην το ψιλολογάς το ζήτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek