Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εξετάζω απ' όλες τίς

См. также в других словарях:

  • διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς …   Dictionary of Greek

  • διεξετάζω — (AM) [εξετάζω] εξετάζω με προσοχή όλες τις λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπορώ — έω, Α εξετάζω από κοινού με άλλον όλες τις απορίες που εγείρονται σχετικά με ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορῶ «εξετάζω, διευρενώ»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιφράζομαι — ἀμφιφράζομαι (Α) εξετάζω κάτι από όλες τις πλευρές, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φράζομαι] …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …   Dictionary of Greek

  • διασκοπώ — διασκοπῶ ( έω) (Α) 1. εξετάζω προσεκτικά, παρατηρώ ή κοιτάζω κάτι από κάθε πλευρά του 2. στρέφω το βλέμμα μου προς όλες τις κατευθύνσεις …   Dictionary of Greek

  • καθιστορώ — (Μ καθιστορῶ, έω) αφηγούμαι διεξοδικά, εξετάζω, διηγούμαι εκτεταμένα με όλες τις λεπτομέρειες μσν. απεικονίζω, ζωγραφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱστορῶ (< ἵστωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονίζω — 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό 2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τόν καλοπιάνω με κολακείες 3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα τού ξεσκονίσει για καλά την πλάτη») 4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες… …   Dictionary of Greek

  • ψιλολογώ — και ψιλολογάω ψιλολόγησα, εξετάζω κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, λεπτολογώ: Μην το ψιλολογάς το ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»